- ασφαλτόστρωμα
- τοασφαλτικό επίστρωμα δρόμου ἡ πλατείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασφάλτωμα — το ασφαλτόστρωση, ασφαλτόστρωμα … Dictionary of Greek
κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… … Dictionary of Greek